- παχύδερμος
- -η, -ο1. αυτός που έχει χοντρό δέρμα, χοντρόπετσος.2. μτφ., αναίσθητος, αδιάφορος, άπονος, αφιλότιμος.3. ως ουσ., παχύδερμα, τα κατηγορία θηλαστικών με εξαιρετικά χοντρό δέρμα (ελέφαντας, ρινόκερος κ.ά.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.